φαρατρίτας

φαρατρίτας
φαρατρίτας,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαρετρίτης — και βοιωτ. τ. φαρατρίτας, ὁ, Α στρατιώτης που έχει φαρέτρα, τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + επίθημα ίτᾱς / ίτης (πρβλ. φαραγγ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”